μοιροκρατία

μοιροκρατία
η
(φιλοσ.) θεωρία κατά την οποία όλα στον κόσμο συντελούνται κατά αναπόδραστη αναγκαιότητα, ως προκαθορισμένα από μια υπερβατική δύναμη, τη Μοίρα, που κυριαρχεί στα πάντα και τής οποίας τα σχέδια και τις αποφάσεις καμιά δύναμη δεν μπορεί να αναχαιτίσει ή να τροποποιήσει, αλλ. φαταλισμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. τού γαλλ. fatalisme. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Νικ. Κοντοπούλου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μοιροκρατία — η (φιλοσ.), φιλοσοφική θεωρία που πιστεύει ότι όλα είναι προκαθορισμένα (ζωή, θάνατος κτλ.), είναι πεπρωμένα, αναπόφευκτα, ο φαταλισμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μοιροκρατικός — ή, ό [μοιροκρατία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μοιροκρατία («μοιροκρατικές αντιλήψεις») …   Dictionary of Greek

  • μοιρολατρία — η η ιδιότητα τού μοιρολάτρη, η πίστη ότι όλα στον κόσμο διέπονται από τη μοίρα και η τυφλή υποταγή σε αυτή. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοιρολάτρης. Απόδοση τού γαλλ. fatalisme παράλληλα προς τη λ. μοιροκρατία*] …   Dictionary of Greek

  • φαταλισμός — Ο όρος είναι ξενικής προέλευσης. Στα ελληνικά λέγεται μοιρολατρία. Φιλοσοφική θεωρία, σύμφωνα με την οποία τα γεγονότα της ζωής καθορίζονται από τη μοίρα, το πεπρωμένο, την αμετάκλητη υπερβατική αιτία. Πρόκειται για θεολογική αιτιοκρατία και… …   Dictionary of Greek

  • φαταλισμός — ο (λ. λατ.), η φιλοσοφική θεωρία που δέχεται ότι στη ζωή μας το καθετί είναι πεπρωμένο και αναπόφευκτο να συμβεί και καμιά προσπάθεια ή επινόηση δεν μπορεί να το αποτρέψει, η μοιροκρατία, η μοιρολατρία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”